κράκτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράκται — κράκτης masc nom/voc pl κράκτᾱͅ , κράκτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρακτῶν — κράκτης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράκτην — κράκτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράκτα — κράκτᾱ , κράκτης masc nom/voc/acc dual κράκτης masc voc sg κράκτᾱ , κράκτης masc gen sg (doric aeolic) κράκτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράκτας — κράκτᾱς , κράκτης masc acc pl κράκτᾱς , κράκτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… … Dictionary of Greek
κράχτης — ο, θηλ. κράχτρα 1. αυτός που κράζει 2. αυτός που διαλαλεί κάτι, διαλαλητής, ντελάλης 3. αυτός που προσελκύει πελάτες σε κατάστημα ή παίκτες σε χαρτοπαίγνιο 4. μαστροπός 5. πετεινός 6. πτηνό ή άλλο ζώο που τοποθετείται από τους κυνηγούς κοντά σε… … Dictionary of Greek
κρακτικός — κρακτικός, ή, όν (Α) [κράκτης] θορυβώδης («λάλος εἶ καὶ κρακτικός», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek